ταμπάχανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταμπάχανο < (άμεσο δάνειο) τουρκική tabakhane (βυρσοδεψείο) < περσική دباغ خانه (dabbāg̠ẖ-xana) < αραβική دباغ (dabbāg̠ẖ, ταμπάκης) + περσική خانه (xana)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταμπάχανο ουδέτερο
- το βυρσοδεψείο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταμπάχανο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)