ταμπεραμέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταμπεραμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική temperamento
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταμπεραμέντο ουδέτερο (και ταπεραμέντο)
- η ιδιοσυγκρασία, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας κάποιου
- φλογερό ταμπεραμέντο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταμπεραμέντο