ταραμοσαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταραμοσαλάτα οι ταραμοσαλάτες
      γενική της ταραμοσαλάτας των ταραμοσαλατών
    αιτιατική την ταραμοσαλάτα τις ταραμοσαλάτες
     κλητική ταραμοσαλάτα ταραμοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταραμοσαλάτα < ταραμ(άς) + -ο- + -σαλάτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταραμοσαλάτα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]