ταχυβραστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυβραστήρας < ταχύς + βραστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Schnellkocher
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχυβραστήρας αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυβραστήρας