ταχυπαλμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυπαλμία οι ταχυπαλμίες
      γενική της ταχυπαλμίας των ταχυπαλμιών
    αιτιατική την ταχυπαλμία τις ταχυπαλμίες
     κλητική ταχυπαλμία ταχυπαλμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταχυπαλμία < ταχυ- + παλμ(ός) + -ία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταχυπαλμία θηλυκό

  • (ιατρική) αύξηση των παλμών της καρδιάς πάνω από τους συνηθισμένους, ενώ βρίσκεται κανείς σε κατάσταση ηρεμίας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]