τα έχω τετρακόσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]τα έχω τετρακόσια
- έχω στο ακέραιο τις διανοητικές ικανότητες, δεν έχω χαζέψει, ξέρω τι μου γίνεται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τα έχω τετρακόσια
|