τειχοδομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τειχοδομία < (ελληνιστική κοινή) τειχοδομία < τειχοδόμος < αρχαία ελληνική τεῖχος + δομέω / δομῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τειχοδομία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τειχοδομία
|