τεκνοποίησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τεκνοποίησης θηλυκό
- γενική ενικού του τεκνοποίηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- τεκνοποιήσεως (λόγιο)
τεκνοποίησης θηλυκό