τελματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τελματώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τελματόομαι / τελματοῦμαι < αρχαία ελληνική τέλμα

τελματώνω, αόρ.: τελμάτωσα, παθ.φωνή: τελματώνομαι, π.αόρ.: τελματώθηκα, μτχ.π.π.: τελματωμένος

  1. (κυριολεκτικά) μετατρέπομαι σε τέλμα
  2. (μεταφορικά, στην παθητική φωνή) αποτελματώνομαι μένω αμετάβλητος, στάσιμος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)