τενεκετζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τενεκετζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική tenekeci[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /te.ne.ceˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐νε‐κε‐τζής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τενεκετζής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τενεκετζής
→ δείτε τη λέξη λευκοσιδηρουργός |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τενεκετζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)