τεπελέτισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεπελέτισμα < τεπές (θολωτή κορυφή καπέλου που σκεπάζει το πάνω μέρος του κεφαλιού) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεπελέτισμα ουδέτερο

  • αποκεφαλισμός
    ※  17ος αιώνας, παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, @georgakas.lit.auth.gr
    Μπρὲ οὐδὲ τιποτένιε, ἐγίνης καὶ νθρωπος καὶ φιλοῦν καὶ τὸ χέριν σου; Ἐσὺ εἶσαι διὰ τεπελέτισμα καὶ πομπή. Τί εἶναι αὐτὸ ὁποὺ μᾶς ἔκαμες; Ἐλᾶτε || νὰ τὸν τεπελιτίσωμε». Καὶ ἄλλος μὲ ἐφτοῦσεν, ἄλλος ἔλεγεν ὅτι «θαρρεῖς νὰ σὲ ἀφήσωμε ζωντανόν;».
    Paolo Odorico (επιμ.), Conseils et mémoires de Synadinos, prêtre de Serrès en Macédoine (XVIIe siecle), Editions de l’ Association “Pierre Belon”, Παρίσι 1996.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]