τερμιτόξενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τερμιτόξενος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τερμιτόξενα
- → δείτε τις λέξεις τερμίτης και ξένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τερμιτόξενος
|