τερπένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τερπένιο | τα | τερπένια |
γενική | του | τερπένιου | των | τερπένιων |
αιτιατική | το | τερπένιο | τα | τερπένια |
κλητική | τερπένιο | τερπένια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τερπένιο < αγγλική terpene < λατινική terebinthina < αρχαία ελληνική τερέβινθος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τερπένιο ουδέτερο
- (χημεία) μεγάλη κατηγορία φυσικών ή τεχνητών υδρογονανθράκων, που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία, σε τρόφιμα κ.λπ.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)