τετράγναθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετράγναθος < (αντιδάνειο) αγγλική tetragnatha < τετρα- + γνάθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετράγναθος αρσενικό
- (εντομολογία): αντιπροσωπευτικό είδος αράχνης της ομώνυμης οικογένειας των τετραγνάθων
Επίθετο
[επεξεργασία]τετράγναθος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τέσσερις γνάθούς (σαγόνια}
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετράγναθος
|