τετράνυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετράνυχος αρσενικό
- (ζωολογία) που ανήκει στο γένος Τετράνυχος μικροσκοπικών ακάρεων, αντιπρόσωπος της οικογένειας των Τετρανυχιδών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετράνυχος
|