τετράτομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τετράτομος, -η, -ο
- που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις τόμους
- ※ Αυτός ομολογεί, ότι τών, οίς έχρητο, χειρογράφων το άριστον υπήρχε τετράτομος κώδηξ μετά της μεγάλης και της μικράς Μασόρας και του Ταργούμ καθωπλισμένος, γεγραμμένος δε και τετονισμένος το 1455 ! (Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Περί των ερμηνευτών της Παλαιάς Θείας Γραφής, τόμος τρίτος, Αθήνα, 1844, σελ. 182 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετράτομος
|