τετρακοσαριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τετρακοσαριά | οι | τετρακοσαριές |
γενική | της | τετρακοσαριάς | των | τετρακοσαριών |
αιτιατική | την | τετρακοσαριά | τις | τετρακοσαριές |
κλητική | τετρακοσαριά | τετρακοσαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετρακοσαριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετρακοσαριά θηλυκό
- πλήθος περίπου τετρακοσίων μονάδων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετρακοσαριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)