τετρακόπτερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετρακόπτερο < τέσσερα + φτερό (ελικόπτερο < -πτερο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετρακόπτερο ουδέτερο
- (νεολογισμός) ελικόπτερο με τέσσερις έλικες, κυρίως αναφερόμενο σε drones (μη επανδρωμένα αεροσκάφη)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετρακόπτερο
|