τετραμεθυλομεθάνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραμεθυλομεθάνιο τα τετραμεθυλομεθάνια
      γενική του τετραμεθυλομεθανίου
τετραμεθυλομεθάνιου
των τετραμεθυλομεθανίων
    αιτιατική το τετραμεθυλομεθάνιο τα τετραμεθυλομεθάνια
     κλητική τετραμεθυλομεθάνιο τετραμεθυλομεθάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τετραμεθυλομεθάνιο < τετρα- + μεθυλο- + μεθάνιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τετραμεθυλομεθάνιο ουδέτερο

  • (χημεία) οργανική χημική ένωση, παράγωγη του πετρελαίου, περισσότερο γνωστή με το όνομα νεοπεντάνιο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]