τετρασέπαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετρασέπαλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]τετρασέπαλος
- (βοτανική) που έχει τέσσερα σέπαλα
- ※ Τά σέπαλα ταῦτα ὂτε μέν εἰσί δύο ἀντιτεταγμένα πρός ἄλληλα, ως εἰς τήν Μήκωνα τήν ὑπνοφόρον (Papaver somniferum), καὶ ὁ κάλυξ καλεῖται Δισέπαλος, ότε δε τέσσαρα σταυροειδώς κείμενα ... ως εις τα Σταυρανθή (Cruciferae), καὶ ὁ κάλυξ καλεῖται Τετρασέπαλος, ἄλλοτε δὲ ἐκ πέντε σεπάλων καὶ καλεῖται Πεντασέπαλος, ὡς εἰς τὸ Λίνον (Linum usitatissimum) , ἄλλοτε τέλος ἐκ πλειοτέρων καὶ λέγεται Πολυσέπαλος (Ευστάθιος Ι. Πονηρόπουλος, Στοιχεία Βοτανικής, Τυπογραφείον της Φιλοκαλίας, 1880, σελ. 137 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετρασέπαλος
|