τετρασυντονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετρασυντονισμένος < τετρα- + συντονισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συντονίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]τετρασυντονισμένος, -η, -ο
- (χημεία, βιοχημεία, ναυτικός όρος) που βρίσκεται σε τετραπλό συντονισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετρασυντονισμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τετρα- (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)