τετραφθοροαιθυλένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραφθοροαιθυλένιο ουδέτερο
- (χημεία) άκυκλη οργανική χημική ένωση τετραφθοροπαράγωγο του αιθυλενίου
- ↪ το τετραφθοροαιθυλένιο χρησιμοποιείται κυρίως στη παραγωγή πολυμερών, όπως π.χ. του τεφλόν, αλλά και ως ψυκτικό.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραφθοροαιθυλένιο
|