τετραφθοροβανάδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετραφθοροβανάδιο < τετραφθορο- + βανάδιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραφθοροβανάδιο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο του βαναδίου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραφθοριούχο βανάδιο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- τετραφθοριωμένο βανάδιο
- τετραφθόριο του βαναδίου
- τετραφθορίδιο του βαναδίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραφθοροβανάδιο
|