τετραφωσφορυλίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τετραφωσφορυλίωση | οι | τετραφωσφορυλιώσεις |
γενική | της | τετραφωσφορυλίωσης | των | τετραφωσφορυλιώσεων |
αιτιατική | την | τετραφωσφορυλίωση | τις | τετραφωσφορυλιώσεις |
κλητική | τετραφωσφορυλίωση | τετραφωσφορυλιώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τετραφωσφορυλίωση < τετρα- + φωσφορυλίωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραφωσφορυλίωση θηλυκό
- (χημεία) η με χημική αντίδραση προσθήκη τεσσάρων φωσφορυλομάδων στο μόριο μιας χημικής ένωσης
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραφωσφορυλίωση
|