τετραχλωρομεθάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραχλωρομεθάνιο ουδέτερο
- (χημεία, βιοχημεία) άκυκλη οργανική χημική ένωση τετραχλωροπαράγωγο του μεθανίου, που είναι τοξική ουσία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραχλωρομεθάνιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τετρα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χλωρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)