τετραχλωρομόλυβδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τετραχλωρομόλυβδος | οι | τετραχλωρομόλυβδοι |
γενική | του | τετραχλωρομόλυβδου & τετραχλωρομολύβδου |
των | τετραχλωρομόλυβδων & τετραχλωρομολύβδων |
αιτιατική | τον | τετραχλωρομόλυβδο | τους | τετραχλωρομόλυβδους & τετραχλωρομολύβδους |
κλητική | τετραχλωρομόλυβδε | τετραχλωρομόλυβδοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραχλωρομόλυβδος αρσενικό
- (χημεία) ανόργανη χημική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο του μολύβδου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραχλωριούχος μόλυβδος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- τετραχλώριο του μολύβδου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραχλωρομόλυβδος
|