τζαμτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζαμτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που κόβει, πουλά ή τοποθετεί τζάμια σε πόρτες, παράθυρα και φωταγωγούς
- τεχνίτης που κατασκευάζει τζαμόπορτες και τζαμαρίες
- ιδιοκτήτης τζαμάδικου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζαμτζής
|