τζελ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζελ ουδέτερο άκλιτο
- ημίρρευστη μάζα, ζελατίνη, υλικό στο οποίο συνυπάρχει η υγρή και στερεά φάση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τζελ στη Βικιπαίδεια