τζελατίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζελατίνα οι τζελατίνες
      γενική της τζελατίνας
    αιτιατική την τζελατίνα τις τζελατίνες
     κλητική τζελατίνα τζελατίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ze.laˈti.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζε‐λα‐τί‐μα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
τζελατίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gélatine? (άμεσο δάνειο) ιταλική gelatina ? (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζελατίνα θηλυκό

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
τζελατίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ghigliottina? (άμεσο δάνειο) γαλλική guillotine + ? • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζελατίνα θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]