τζιτζίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζιτζίνα < σλαβικής προέλευσης за̏дњӣ / zadnji (πλάτη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζιτζίνα θηλυκό
- (ιδιωματικό) το κουβάλημα κάποιου στην πλάτη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζιτζίνα
|