τζουτζούκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τζουτζούκος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζουτζούκος αρσενικό

  • χαϊδευτικό προσωνύμιο για άντρα, που εκλαμβάνεται όμως ως μειωτικός χαρακτηρισμός έξω από το στενό πλαίσιο μιας σχέσης οικειότητας. Συνώνυμο του μπουμπούκος, αλλά πιο μειωτικό.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

λέξεις με κατάληξη -ούκος

[επεξεργασία]