τηγανητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηγανητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τηγανητόν < αρχαία ελληνική τήγανον/τάγηνον (τηγάνι)[1]
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/6b/Bowl_of_chips_at_Sainsbury%27s_Low_Hall%2C_Chingford%2C_London.jpg/220px-Bowl_of_chips_at_Sainsbury%27s_Low_Hall%2C_Chingford%2C_London.jpg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/fa/Fish_Fries_by_Nasir_Khan.jpg/220px-Fish_Fries_by_Nasir_Khan.jpg)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ti.ɣa.niˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐γα‐νη‐τός
Επίθετο
[επεξεργασία]τηγανητός, -ή, -ό
- (γαστρονομία)
- για συνταγή που εκτελείται με τηγάνισμα
- ↪ πατάτες τηγανητές
- που έχει τηγανιστεί, που έχει μαγειρευτεί/ψηθεί στο τηγάνι
- για συνταγή που εκτελείται με τηγάνισμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τηγάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τηγανητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)