τηλεέλεγχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τηλεέλεγχος | οι | τηλεέλεγχοι |
γενική | του | τηλεέλεγχου & τηλεελέγχου |
των | τηλεέλεγχων & τηλεελέγχων |
αιτιατική | τον | τηλεέλεγχο | τους | τηλεέλεγχους & τηλεελέγχους |
κλητική | τηλεέλεγχε | τηλεέλεγχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλεέλεγχος < τηλε- + έλεγχος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική remote control[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική telecontrol[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεέλεγχος αρσενικό
- (νεολογισμός) έλεγχος από μακριά, από απόσταση, με ηλεκτρονικά μέσα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεέλεγχος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 τηλεέλεγχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)