τηλεδίκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεδίκη θηλυκό
- (νομικός όρος) επίσημα χαρακτηρίζεται η δυνατότητα της εικονοτηλεκατάθεσης μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, αποδεικτικών μέσων κ.λπ. κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας μιας δίκης.
- δημοσιογραφικός όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται σκωπτικά η όποια προσπάθεια τηλεπαρουσιαστών ν΄ αντικαταστήσουν την δικαστική εξουσία.
- έσπειραν τηλεδίκες και θέρισαν φόνους (πρωτοσέλιδο δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- εξυπακούεται ότι η διενέργεια τηλεδίκης απαιτεί μεγάλο τεχνικό εξοπλισμό της δικαστικής αίθουσας.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεδίκη
|