τηλεπεριοδικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλεπεριοδικό (νεολογισμός) < τηλε(όραση), τηλε(οπτικός) τηλε- + περιοδικό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ti.le.pe.ɾi.o.ðiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐ο‐πε‐ρι‐ο‐δι‐κό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεπεριοδικό θηλυκό
- περιοδικό που αφορά τηλεοπτικές εκπομπές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεπεριοδικό
|