τιγρόψαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιγρόψαρο < τίγρ(η) + -ό- + -ψαρο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tigerfish) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιγρόψαρο ουδέτερο
- (ψάρι) ονομασία από πολλών ειδών ψαριών, που συνήθως έχουν ριγωτό σώμα, άγρια όψη και επιθετική συμπεριφορά
- ※ Το σαρκοφάγο τιγρόψαρο Hydrocynus vittatus είναι το πρώτο παράδειγμα ψαριού του γλυκού νερού που κυνηγά πουλιά εν πτήσει, αναφέρουν νοτιοαφρικανοί ερευνητές στο «Journal of Fish Zoology». (@tovima.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψαρο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)