τικέτο
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
τικέτο
<
αγγλικά
ticket
+
-ο
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
tiˈce.to
/
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
τικέτο
ουδέτερο
(
ελληνοαμερικανικά
)
κλήση
ή
πρόστιμο
για τροχαία
παράβαση
, παράνομη στάθμευση, παραβίαση δημοτικών κανονισμών, κ.λπ.
↪
Έφαγα ένα
τικέτο
γιατί είχα παρκάρει πάνω στη γωνία.
(
ελληνοαμερικανικά
)
εισιτήριο
↪
Το
τικέτο
για τη Βίσση ήταν πενήντα δολάρια.
Κατηγορίες
:
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Ελληνοαμερικανικές λέξεις
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες