τοπάζιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοπάζιο | τα | τοπάζια |
γενική | του | τοπαζίου & τοπάζιου |
των | τοπαζίων |
αιτιατική | το | τοπάζιο | τα | τοπάζια |
κλητική | τοπάζιο | τοπάζια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοπάζιο < ελληνιστική κοινή τοπάζιον / τόπαζος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /toˈpa.zi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πά‐ζι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοπάζιο ουδέτερο
- (ορυκτολογία) άλλη μορφή του τοπάζι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τοπάζιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοπάζιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)