τορπίλλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τορπίλλη (μαρτυρείται από το 1879) [1] → και δείτε τη λέξη τορπίλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τορπίλλη θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 1001, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου