τοτεμικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τοτεμικών
- γενική πληθυντικού του τοτεμικός
- γενική πληθυντικού του τοτεμική
- γενική πληθυντικού του τοτεμικό