τουλούπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουλούπα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τολύπη [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τουλούπα θηλυκό
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- τουλούππα (κυπριακά)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]επώνυμα:
στα κυπριακά: → δείτε τη λέξη τουλούππα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τουλούπα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τουλούπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας