τουρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρισμός οι τουρισμοί
      γενική του τουρισμού των τουρισμών
    αιτιατική τον τουρισμό τους τουρισμούς
     κλητική τουρισμέ τουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουρισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική tourisme < αγγλική tourism [1] < tour (περιοδεία) + -ism (-ισμός) < λατινική tornare < αρχαία ελληνική τόρνος (αντιδάνειο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tu.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: του‐ρι‐σμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τουρισμός αρσενικό

  1. το ταξίδι στο εσωτερικό ή το εξωτερικό που έχει σκοπό την περιήγηση στα αξιοθέατα και την αναψυχή
  2. ο κλάδος της οικονομίας μιας χώρας που σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών σε επισκέπτες / ταξιδιώτες από το εξωτερικό ή το εσωτερικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]