τουρκεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουρκεύω < Τούρκος + -εύω

τουρκεύω

  1. αλλάζω θρησκεία από Χριστιανός σε Τούρκος (που στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ο υπήκοος της Τουρκίας, αλλά ο μωαμεθανός Τούρκος), εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ, ασπάζομαι το Ισλάμ
    «Αποκεφαλίστηκε ο νεομάρτυρας Μιχαήλ Μπακνανάς φωνάζοντας «Δεν τουρκεύω»
    Είχε τουρκέψει κάτω από βία, τον καιρό της άτυχης εκείνης επανάστασης του 1770, τούρκεμα κανονικό με "σουνέτι" (περιτομή)
    απάντησε ο Αθανάσιος, «ούτε σαλαβάτι έκανα, ούτε τούρκεψα, αλλά μόνο είπα ότι η πίστη η δικιά σας περικλείεται σε αυτά τα λόγια»
  2. υποδουλώνομαι από τους Τούρκους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]