τουρμπές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τουρμπές αρσενικό
- ταφικό μνημείο (μαυσωλείο) οθωμανικής περιόδου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τουρμπές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τουρμπές
|