τουφέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τουφέκι τα τουφέκια
      γενική του τουφεκιού των τουφεκιών
    αιτιατική το τουφέκι τα τουφέκια
     κλητική τουφέκι τουφέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουφέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tüfek < περσική تفنگ (tufak)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tuˈfe.ci/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τουφέκι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]