το ίδιο κάνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
το ίδιο κάνει < → δείτε τη λέξη το, ίδιο (ουδέτερο του ίδιος) και κάνει (τρίτο πρόσωπο ενικού του κάνω)

Έκφραση

[επεξεργασία]

το ίδιο κάνει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]