τράβα κορδέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]τράβα κορδέλα
- (προφορικό, λαϊκότροπο) για κάτι που διαρκεί περισσότερο από το αναμενόμενο, που παρατραβάει από άποψη χρόνου, που τρενάρει, που είναι πέρα από το προσδοκώμενο (όχι μόνο χρονικά)
- Είχα μπλέξει, δεν έβγαζα άκρη με όλους αυτούς και, για να μη στα πολυλογώ, τράβα κορδέλα.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κορδόνι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τράβα κορδέλα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- κορδέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Νίκος Σαραντάκος, «Κορδέλες και κορδελάκια» (7 Σεπτεμβρίου 2016), στο ιστολόγιό του: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία· πρόσβαση: 2019-09-25.