τράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τράφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τράφος αρσενικό

  • (νησιωτική διάλεκτος) πέτρινο χώρισμα αγροτεμαχίων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]