τρέπομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέπω

τρέπομαι

  1. στρέφομαι, αλλάζω κατεύθυνση
  2. μετατρέπομαι σε κάτι

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • τρέπομαι σε φυγή: τρέχω από κάπου, υποχωρώ τρέχοντας απ' τη μάχη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]