τρίστιχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρίστιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίστιχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρίστιχο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]